Το Ξύλο Βγήκε απ' τον Παράδεισο

Published on 22 December 2024 at 14:02

Από εκεί μπροστά περνάω κάθε τρεις και λίγο και θυμάμαι τα παλιά.  Τις ιστορίες τις δικές μου αλλά περισσότερο τις παλιές, που μου είχε διηγηθεί η μαμά μου.  Δεν γνωρίζω εάν υπήρχαν κι άλλα ιδιωτικά σχολεία στην Νίκαια εκείνον τον καιρό, που οι άνθρωποι στην κυριολεξία δεν είχαν να φάνε και με ένα εικοσάδραχμο τη μέρα βάζαν τσουκάλι.  Με είκοσι δραχμές έπρεπε να αγοράσουν ένα κρεμμύδι, δύο πατάτες, μία ρέγγα και λίγα χόρτα για να παρασκευάσουν το μεσημεριανό.  Για το βραδινό ούτε λόγος!  Η μαμά μου δεν μου έχει αναφέρει τίποτα για το βραδινό.  Και με δελτίο να πάνε στο φούρνο να πάρουν το ψωμί για ολόκληρη την οικογένεια.  

Έτσι ζούσαν εδώ στην Ελλάδα γύρω στο 1950.  Αυτά δεν τα έχω δει σε κάποια ταινία, ούτε τα έχω διαβάσει από εφημερίδες της εποχής που μπορεί να αναρτώνται στο διαδίκτυο τώρα πια.  Μου τα έχει αφηγηθεί η μαμά μου που έζησε σε εκείνη την εποχή κι όλα αυτά ήταν η καθημερινότητά της.  


Μικρασιάτες οι γονείς της, που μικρά παιδιά ακόμα είχαν έρθει εδώ στην Ελλάδα μετά την καταστροφή.  Είχαν έρθει, όσοι επέζησαν, μαζί με τους δικούς τους γονείς και προσπαθούσαν να "χτίσουν" την ζωή τους από την αρχή.  Ευτυχώς όμως για αυτούς "κουβαλούσαν" μαζί τους προσόντα, χαρίσματα και πλούτο πολιτισμού που είχαν διδαχθεί στην Ιωνία κι έτσι οι περισσότεροι μπόρεσαν και ξανάφτιαξαν τις ζωές τους και δημιούργησαν από την αρχή το μέλλον τους που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν από καλό έως λαμπρό.  Αρκετοί από αυτούς έκαναν περιουσίες τρανές κι έγιναν διάσημοι με την επιχειρηματικότητά τους και την εξυπνάδα τους.  

Η προγιαγιά μου λοιπόν έφτασε στον Ελλάδικό χώρο μετά από τον χαμό επτά παιδιών.  Όλα της τα παιδιά ήταν εννέα.  Και όλα ήταν αγόρια πλην ενός κοριτσιού που πέθανε πριν την καταστροφή από κάποια ασθένεια της εποχής εκείνης.  Στην Ελλάδα ήρθε με τα δύο της παιδιά μόνο.  Το ένα εξ' αυτών - ο παππούς μου - παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια με τρία παιδιά.  Το πρώτο του παιδί - η μαμά μου - πήρε το όνομα της μοναχοκόρης της γιαγιάς της.  Ονομάστηκε Αναστασία.  Σε εκείνο το παιδί η γιαγιά μου είχε τεράστια αδυναμία και το "έβλεπε" σαν το χαμένο της κορίτσι.  Προσπάθησε - μέσα σε εκείνους τους χαλεπούς καιρούς - να της προσφέρει ό,τι είχε και δεν είχε.  Η απώλεια των παιδιών της μεταφράστηκε σε μια καλή σύνταξη από το ελληνικό δημόσιο κι έτσι η μαμά μου φοίτησε στο ιδιωτικό αυτό σχολείο της Νίκαιας που τότε - δεν ξέρω εάν είχε την ονομασία Λιβανός - αλλά το διοικούσε η Κελλέρη.  Ονομαστή αρχηγός του σχολείου αυτού, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.   Ονομαστή και κακαβρακάτη, τόσο πολύ που όταν την συναντούσαν τα παιδιά, τους "κόβονταν" τα ύπατα.  Αφράτη και αρχοντική, αυστηρή στην αγωγή των παιδιών αλλά διπλωματική και ευγενική με τους "πελάτες" γονείς, όσο ακριβώς χρειαζόταν για να διατηρεί το σχολείο και να αναπτύσσει τη φήμη του.  Όποια μαθήτρια τύχαινε κι έβλεπε στον δρόμο την "βάφτιζε" σαν την καλύτερη μαθήτρια του σχολείου κι ας μην ήταν.  Ώστε να κολακεύει τους γονείς, οι οποίοι - κακά τα ψέματα - θέλουν να ακούν τα καλύτερα για τα παιδιά τους.

Μου είχε πει κι άλλη μια ιστορία η μαμά μου, για την ημέρα που έδιναν εξετάσεις.  Για να αριστεύσει το σχολείο και να συνεχίζει την καλή του φήμη, είχαν γραφτεί οι απαντήσεις των θεμάτων στο απέναντι κτίριο, ώστε ακόμα κι οι μαθητές που δεν είχαν διαβάσει να μπορέσουν να γράψουν καλά.  Μια απ' αυτές τις μαθήτριες ήταν κι η μαμά μου, η οποία έτυχε να είναι δίπλα σε μια άλλη μαθήτρια, που παρ' ότι είδε τις απαντήσεις δεν ήθελε να τις δώσει στην συμμαθήτριά της.  Πράγμα το οποίο μαθεύτηκε αφού τελείωσε η διαγωνιστική ώρα.  Αφού η Κελλέρη ρωτούσε εκ των υστέρων τις μαθήτριες της πως είχαν γράψει.  Η μητέρα μου είπε την αλήθεια και η συμμαθήτρια της τιμωρήθηκε με τον ανάλογο τρόπο που υπήρχε εκείνη την εποχή.  

Την εποχή που ήμουν εγώ μαθήτρια, "το ξύλο που είχε βγει από τον Παράδεισο" είχε αρχίσει να παρακμάζει και τη θέση του να παίρνουν άλλοι, πιο εκπαιδευτικοί τρόποι, όχι τόσο σκληροί και λιγότερο αποτελεσματικοί.  Δεν θα συμφωνούσα βέβαια ποτέ σε έναν τέτοιο τρόπο αγωγής ενός παιδιού, αλλά φαίνεται ότι εκείνες τις εποχές ήταν εν γένει αποδεκτός κι ακόμα και σήμερα αυτοί που υπέστησαν όλα αυτά τα "βασανιστήρια" του χάρακα και της ξυλιάς, τα διηγούνται με νοσταλγία κι ευθυμία.  Ίσως κάποια παιδιά από αυτά να μην είχαν υποστεί βάρβαρα χτυπήματα ή να είχαν νιώσει ότι όλο αυτό γινόταν ως μια απλή τιμωρία και δεν ήταν απόρροια  κακίας.

Τα παιδιά που φοιτούσαν σε εκείνο το σχολείο εκείνη την εποχή, ήταν παιδιά από εύπορες οικογένειες γενικότερα, όπως μια συμμαθήτρια της μαμάς μου - καλό κορίτσι μου είχε πει - που είχε ο πατέρας της εργοστάσιο με σαλάμια και έφερνε μερικά μέσα στην τάξη και τα τρώγανε κιόλας.  Το φαγητό ενώνει τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο δε, αφού τότε δεν υπήρχε σε όλα τα σπίτια και σε όλες τις οικογένειες. 

Κι άλλες ιστορίες υπάρχουν πολλές για εκείνο το σχολείο, το μάλλον μοναδικό στην περιοχή και τόσο ξακουστό.  Πήγα κι εγώ σε εκείνο το κτίριο μια χρονιά γιατί το δημόσιο σχολείο στο οποίο εγώ φοιτούσα ήταν λίγο παραπέρα και γινόταν μια κάποιου είδους ανακαίνιση.  Είχε κάνει μάλλον μια σύμβαση το δημόσιο με το ιδιωτικό, έναντι κάποιου αντιτίμου φυσικά, ώστε να στεγαστούν οι μαθητές του δημοσίου στο ιδιωτικό αυτό σχολείο.  Ωραία είχαμε περάσει κι εμείς εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήταν για πολύ.  Και φαντάζομαι για να γίνει κάτι τέτοιο τότε, θα είχε πιθανόν σταματήσει η λειτουργία του ως ιδιωτικό.

Η Κελλέρη πέθανε χρόνια πολλά τώρα - πιστεύω εγώ δεν την πρόλαβα καθόλου - και το σχολείο αυτό το πήραν οι γιοί της που είχαν το επώνυμο ΛΙΒΑΝΟΣ.  Το όνομα του συζύγου της.  Το σχολείο λειτούργησε για μερικά χρόνια ακόμα, ώσπου κατέστη αδύνατον να συνεχίσει την κανονική του λειτουργία και το έκλεισαν. 

Η εικόνα του είναι πια αυτή.  Διάφορα φυτά έχουν σκεπάσει την πρόσοψη στο σημείο που στεγαζόταν το νηπιαγωγείο και ξεραμένα φύλλα έχουν απλωθεί στα κοντά σκαλάκια που ήταν προορισμένα να τα ανεβούν τα μικρά ποδαράκια των νηπίων.

Στο σημείο της αυλής που πάρκαραν τα λεωφορεία του σχολείου ο χώρος είναι πια κενός, αφού τα λεωφορεία μάλλον πουλήθηκαν.  Σε μερικές αίθουσες τα παράθυρα είναι ανοιγμένα, ίσως επίτηδες για να αερίζεται ο χώρος και να μην μουχλιάσει το κτίριο, ίσως από αμέλεια γιατί δεν ενδιαφέρθηκε κανένας να τα κλείσει, η απλώς απ' την φθορά του χρόνου.

Το κτίριο συνεχίζει και στέκει όμως εκεί, σ αυτήν την γωνία που μόλις την "στρίβεις" το μυαλό σου γεμίζει από τις αναμνήσεις τις δικές σου και των άλλων παιδιών και η αναδρομή στο παρελθόν μόνο ευχάριστη μπορεί να είναι. 

Και κάπου εκεί πλησίον της αυλής, ή της αιθούσης με το ανοιγμένο παράθυρο βλέπεις να ξεπετάγεται το κεφαλάκι της Γιαδικιάρογλου και η κοτσίδα της Παπασταύρου και σκέφτεσαι ότι παρ' όλο το ξύλο που μπορεί να έτρωγες, αυτές οι μνήμες σου μένουν χαραγμένες στην καρδιά και θα έδινες τα πάντα για να ξαναγυρνούσες σ ' εκείνα τα χρόνια τα μαθητικά, παρ' όλο που υπήρχαν επίσης χαραγμένες και οι κόκκινες γραμμές που άφηνε ο χάρακας!!!!   


Add comment

Comments

There are no comments yet.