Γεννηθήκατε μαζί. Πιθανότατα από τους ίδιους γονείς! Μεγαλώσατε στην ίδια οικογένεια, στο ίδιο περιβάλλον. Μπορεί να πήγατε και στο ίδιο σχολείο, παίξατε πάντως στην ίδια γειτονιά, κάποιοι από τους φίλους ήταν κοινοί και για τους δύο.
Πιάσατε τα ίδια παιχνίδια, φάγατε το ίδιο φαγητό στην ίδια κουζίνα, ακούγατε τις ίδιες συμβουλές από τους γονείς και μοιραζόσασταν το ίδιο δωμάτιο για όλα τα χρόνια που ήσασταν παιδιά.
Διαπαιδαγωγηθήκατε με τον ίδιο τρόπο, είδατε τις ίδιες εικόνες μέσα από διαφορετικά μάτια! Κάνατε τα ίδια πράγματα σε άλλο χρόνο. Ακούσατε την ίδια μουσική και είδατε τις ίδιες ταινίες. Ζήσατε στην ίδια εποχή αλλά όχι την ίδια στιγμή! Περπατήσατε τους ίδιους δρόμους και κρυφτήκατε στις ίδιες γωνιές για να μη σας βρουν. Δεν ήσασταν πολύ αγαπημένοι, αλλά ήσασταν μαζί!
Περάσατε την εφηβεία και οι δρόμοι άρχιζαν να χωρίζουν λίγο μετά από αυτή την περίοδο. Και ίσως αυτά τα μερικά διαφορετικά χρωμοσώματα να έκαναν τη διαφορά.
Λίγο μετά την ενηλικίωση άρχισε και η αποξένωση. Τα ίδια γίνανε διαφορετικά κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του. Και κουβέντα καμιά μεταξύ των αδελφών. Καμία επαφή, ούτε για τα μικρά καθημερινά πράγματα. Ένα καλημέρα κι ένα καληνύχτα μόνο, δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι για λίγο ακόμα πριν κι αυτά ακόμα χωριστούν και γίνουν διαφορετικά.
Γιατί απ' τη στιγμή που έγιναν και τα σπίτια διαφορετικά η μόνη επαφή ήταν τα Χρόνια Πολλά απ' το τηλέφωνο στις γιορτές, στα γενέθλια, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Κι αυτά πολλά ήταν κατά κάποιο τρόπο. Όταν σε αντίθεση οι καθημερινές σου κουβέντες με τους ενοίκους της πολυκατοικίας είναι πιο πολλές απ' ότι με τον ίδιο σου τον αδελφό.
Οι οικογένειες των αδελφών μεγάλωσαν και μπήκαν μέσα σ' αυτές οι σύζυγοί και τα παιδιά τους. Και το χάσμα αντί να μικρύνει μεγάλωσε. Οι οικογένειες κατοίκησαν η μία μακριά από την άλλη και οι συνομιλίες από λίγες, έγιναν σπάνιες. Το ενδιαφέρον χάθηκε με τις καθημερινές υποχρεώσεις και ξεθώριασε από τις ευθύνες.
Λες και η προηγούμενη οικογένεια είχε σβηστεί από τον χάρτη. Λες και δεν υπήρξε ποτέ. Λες και τα δυο αδέλφια ξεφύτρωσαν από το χώμα και δεν τους γέννησαν γονείς και δεν τους μεγάλωσε κι εκείνους η ίδια οικογένεια. Έκοψαν τους δεσμούς με την παλιά τους οικογένεια και υπολόγιζαν σαν οικογένειά τους μόνο την καινούρια.
Ο πατέρας πέθανε και ζούσε η μητέρα, που έβλεπε τον γιο της να απομακρύνεται κάθε μέρα ολοένα και πιο πολύ. Και προσπαθούσε να κρατάει εκείνη όσο γινόταν την επικοινωνία μαζί του και με τα εγγόνια της. Και προσπαθούσε χρόνια ολόκληρα να εξισορροπεί τον παραλογισμό και την κακή συμπεριφορά της νύφης της με τη δική της περισσή υπομονή και λογική. Γιατί δεν ήθελε να "σπάσει" τους δεσμούς με τον γιο της - το αίμα της - και τα εγγόνια της! Γιατί κάτι τέτοιο θα την έκανε να μην ανήκει σε οικογένεια πια, μιας κι όλοι είχαν φύγει απ' το σπίτι και ζούσε μόνη της. Το σπίτι είχε αδειάσει και ο γιος της ούτε τις γιορτές δε καταδεχόταν να την επισκεφθεί. Είχε πέντε χρόνια να τη δει, αλλά τελικά ήρθε μια φορά γιατί είχε κάποια ξεχασμένα πράγματα στο πατρικό του σπίτι και ήθελε να τα πάρει κι αυτά. Ίσως για να μην έχει τίποτα που να τον "δένει" με την ξεχασμένη, παλιά του οικογένεια.
Και δεν πολυμιλούσε ούτε στην αδελφή του, ούτε στη μάνα του. Ώσπου ήρθε η ρήξη. Μετά από έναν καυγά με τη γυναίκα του. Όχι του ίδιου με τη μητέρα του. Αλλά ενός άλλου ανθρώπου, αναξιόπιστου και ανειλικρινούς! Κι αυτό ήταν μάλλον η αφορμή να ξεκόψει εντελώς, να μην ξαναμιλήσει στη μητέρα του αλλά ούτε και στην αδελφή του, χωρίς η τελευταία να έχει κάποια εμπλοκή στην φασαρία. Και να ξεχάσει την παλιά του οικογένεια που και μόνο που τη θυμόταν, μάλλον τον "βάραινε". Γιατί ανήκε κάπου αλλού τώρα. Στην καινούρια του οικογένεια. Και δεν του "έκανε" η παλιά. Όχι ότι του έκανε και πριν, αλλά πιθανόν την ανεχόταν μιας και δεν είχε αποκτήσει κάποια άλλη ακόμα. Κι ένιωσε δυνατός, με τη στρωμένη του δουλειά και τον καινούριο του περίγυρο. Κι ένιωσε ανεξάρτητος γιατί δεν είχε καμία ανάγκη την παλιά οικογένεια. Άρα δεν υπήρχε κάποιος λόγος να τους σκέφτεται, να τους νοιάζεται και να στεναχωριέται γι' αυτούς εάν κάτι κακό τους συνέβαινε.
Από την άλλη πλευρά γνωρίζεις και κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπου άλλα αδέλφια που με τίποτα στον κόσμο δεν θα άλλαζε ο ένας τον άλλον, να είναι "αυτοκόλλητοι" πάντα στη ζωή τους και ξαφνικά στα καλά του καθούμενου να σκοτώνεται ο ένας. Και το κενό είναι αχανές και η κατάθλιψη χτυπάει την πόρτα για πλάκα και αυτοί οι τόσο δεμένοι άνθρωποι χάνουν τη γη κάτω απ' τα πόδια τους. Γιατί χάνουν μαζί κι ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Τον μόνο άνθρωπο που μπορούσαν να εμπιστευτούν και να είναι το αιώνιο στήριγμά τους για πάντα! Τον μόνο άνθρωπο που ήταν σε κοντινή ηλικία με εκείνους και θα πορεύονταν ΜΑΖΙ το δύσβατο μονοπάτι της ζωής. Και θα είχαν ο ένας το άλλον αδελφό δίπλα του, σε κάθε τους απόφαση σωστή ή λάθος και σε κάθε τους βήμα ίσιο ή στραβό!
Αντικρίζεις αυτές τις τόσο μεγάλες διαφορές μεταξύ αδελφών και αναρωτάσαι γιατί να συμβαίνει αυτό σε κάποια αδέλφια. Γιατί να συμβαίνει σε κάποιες οικογένειες, που κατά τ' άλλα ήταν πολύ κοντά στο κανονικό και στο σύνηθες.
Εντάξει, την οικογένειά μας δεν τη διαλέγουμε. Ένα ενστικτώδες "δέσιμο" όμως το νιώθουμε , βρε αδερφέ!!! Και άνθρωποι που μεγαλώνουν μαζί και ζουν τις ίδιες εμπειρίες έναν παραπάνω πόνο τον νιώθουν και δεν είναι τόσο ψυχροί και αδιάφοροι!
Μερικές φορές λοιπόν, υπάρχει ένας "δικός" σου άνθρωπος αλλά δε θέλει ούτε να σε ξέρει, ούτε να σε βλέπει! Και τότε είναι που νιώθεις την απόλυτη μοναξιά και την πλήρη εγκατάλειψη.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι δε μπορείς να κανονίζεις, ούτε να κατευθύνεις τα συναισθήματα των άλλων!
Έτσι απλά, γιατί ήθελα κάπου να τα πω!
Add comment
Comments