Στην γειτονία μου την παλιά, είχα ένα φίλο, που ήξερε και έπαιζε ακορντεόν. Με αυτά τα λόγια ξεκινάει το πολύ όμορφο, μελωδικό τραγούδι του Μάνου Λοίζου και του Γιάννη Νεγρεπόντη που "ξυπνάει" πολεμικές μνήμες και άσχημες στιγμές της πατρίδας μας. Με τα γερμανικά καμιόνια που στήνονταν στις μάντρες, ξεπηδούσαν από μέσα οι βάρβαροι ναζιστές, έστηναν τους υποψήφιους νεκρούς στη σειρά και τους σκότωναν εν ψυχρώ. Με τη λέξη αντιστασιακός δηλωνόταν πάντα η τάση των ανθρώπων να αντιστέκονται στο φασιστικό υποδουλωτικό ρεύμα που ξεκινούσε εκείνη την εποχή και σε ανθρώπους που δεν ήταν απαραίτητα κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές ηγούνταν της επαναστατικής και απελευθερωτικής δράσης βέβαια, αλλά δεν ήταν και οι μόνοι. Υπήρχαν πολλοί γενναίοι και γενναίες που ήθελαν να πολεμήσουν ενάντια στον ναζισμό και τον φασισμό. Σύσσωμος ήταν ο ελληνικός λαός όταν όρθωσε το ανάστημά του ενάντια στην εισβολή του ιταλικού φασισμού το 1940.
Μετά την Γερμανική εισβολή και κατοχή της χώρας ξεκίνησε και η ένοπλη Αντίσταση.
Ακολούθησε η μαύρη περίοδος της δικτατορίας, τότε που νόμιζες ότι μερικοί Έλληνες δεν ήταν από αυτή τη χώρα αλλά από άλλη. Κι αυτά που έκαναν "έπνιγαν" την ελεύθερη βούληση κάθε δημοκρατικού πολίτη και σκότωναν τα όνειρα της Δημοκρατικής Ελλάδας στον τόπο της γέννησής της!
Την περίοδο αυτή πάνω από ογδόντα χιλιάδες άτομα βασανίστηκαν στα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων, στις φυλακές και τις εξορίες. Γύρω στους σαράντα πέντε χιλιάδες ήταν οι κομμουνιστές που πιάστηκαν, και περίπου δύο χιλιάδες οι μόνιμοι κρατούμενοι και εξόριστοι. Είτε ήσουν κομμουνιστής, είτε έκανες παρέα με κομμουνιστές, είτε είχες πιο δημοκρατικές απόψεις, είτε δεν γούσταρες τους ναζί ήταν το ίδιο και το αυτό. Φοβόσουν να μιλήσεις, να κυκλοφορήσεις, να ακούσεις μουσική μήπως και την θεωρήσει κάποιος παράνομη, με κρυμμένα νοήματα περί απελευθέρωσης και επανάστασης. Εάν σε στοχοποιούσαν σε "έτρωγε" το μαύρο σκοτάδι. Βασανιστήρια ευφάνταστα μέχρι θανάτου σου "χτύπαγαν" την πόρτα ή αν ήσουν τυχερός έπαιρνες δώρο μια απ' ευθείας εκτέλεση στις αλάνες της Κοκκινιάς και όπου αλλού. Εκτός κι αν υπέγραφες δήλωση αποποίησης των "πιστεύω" σου στην Ασφάλεια. Ότι και καλά αυτές οι ιδέες δεν είναι δικές σου, είναι αλλουνού! Έπρεπε να απαρνηθείς την ιδεολογία σου, το μυαλό σου και να "κουρνιάξεις" φοβισμένος στο καβούκι σου. Διαφορετικά η μοίρα σου διαγραφόταν με κόκκινα ματωμένα γράμματα πάνω στο χώμα.
Ο παππούς μου ήταν κομμουνιστής, το επάγγελμά του ήταν βιβλιοπώλης. Ήταν Μικρασιάτης, φτωχός άνθρωπος που προσπάθησε από τον καιρό που ήρθε η οικογένειά του εδώ στην Ελλάδα, να "σηκώσει" κεφάλι και να δημιουργήσει ό,τι καλύτερο μπορούσε κι εκείνος με τη σειρά του για τα δικά του παιδιά. Και η ροή της ζωής του έδειξε ότι στην κατηγορία πολίτη που ανήκε θα έπρεπε να κάνει αγώνα και να διεκδικεί καθημερινά τα δικαιώματά του, ως απλός άνθρωπος μέσα στους ανθρώπους. Και το διάβασμα του έμαθε ότι για να είναι άνθρωπος θα πρέπει να νοιάζεται για τους άλλους ανθρώπους και να μην κοιτάει μόνο το προσωπικό σου συμφέρον. Κι έτσι κάπως οι ιδέες του ήρθαν και συμφώνησαν περισσότερο με το Κομμουνιστικό κίνημα εκείνης της εποχής. Γιατί τώρα νομίζω δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Τότε ο κομμουνισμός φαινόταν όχι μέσα από τα λόγια σου αλλά κυρίως μέσα από τις πράξεις. Και οι νέοι σ' εκείνη την ιστορική περίοδο της Ελλάδας είχαν το κίνητρο για να το δείξουν.
Κι έτσι μαθεύτηκε κάποια στιγμή η ιδεολογία του παππού μου κι ήρθε και η δική του ώρα να πάει κλοτσηδόν και κουτρουβαλώντας τον χωμάτινο δρόμο μέχρι το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Ξοπίσω του κλαίγοντας, τον ακολουθούσαν τα τρία του παιδιά. Φαντάζομαι η συνέχεια είναι ακατάλληλη δια ανηλίκους! Τί πέρασε κι αυτός, ούτε που θέλω να το σκέφτομαι! Από βιβλία έχω μάθει ότι τα βασανιστήρια ήταν φρικτά, για να μαρτυρήσουν τα αναμάρτητα που είχαν κάνει.
Δεκαετίες πέρασαν από τότε και οι αξίες έχουν αλλάξει. Η δημοκρατία έχει αλλάξει και η ελευθερία δεν θυμίζει σε τίποτα αυτή που ήταν κάποτε. Οι έννοιες αυτές σημαίνουν κάτι άλλο πια από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Έχουν τυλιχτεί μέσα σε πλαστική μεμβράνη και παρ' όλο που είναι ορατές συγχρόνως είναι και ασφυκτικά κλεισμένες μέσα στο νάιλον και τόσο στενά δεμένες που δε μπορούν να κουνήσουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι.
Επειδή αυτές οι έννοιες έχουν παραλλαχθεί, όπως και τόσες άλλες ακόμα από τότε ως σήμερα, τα παιδιά στα σχολεία δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν ούτε να νιώσουν τί έγινε εκείνον τον καιρό, ακόμα και τί έγινε πραγματικά πριν από δύο λεπτά. Τα συναισθήματά τους είναι κι αυτά τυλιγμένα σε πλαστική μεμβράνη και δεν μπορούν να ξεχυθούν και να εκφραστούν, όπως πρέπει. Έτσι εξηγείται γιατί τα μόνα συναισθήματα που εκδηλώνονται από τους νέους σήμερα είναι βίαια και χωρίς λόγο επιθετικά. Γιατί, ενώ νιώθουν την ορμή και το πάθος της νεότητας, δεν υπάρχουν ιδανικά και αξίες μέσω των οποίων μπορούν τα συναισθήματα να διοχετευθούν χωρίς να "ξοδευτούν" άδικα!
Όταν ήμουν μικρή και τραγουδούσα κι έπαιζα στην γιορτή αυτό το τραγούδι, "έβλεπα" χωρίς τα μάτια μου, την γειτονιά μου την παλιά και τον φίλο μου με το ακορντεόν. Τον "έβλεπα" να παίζει τόσο ωραία που καθόμουν και τον άκουγα με τις ώρες. Κι όταν ήρθε η ώρα που τον "στείλανε" στον άλλον κόσμο, τα δάκρυα μου κυλούσαν όπως το αίμα του πάνω στον δρόμο. Κι από τότε ως αυτή τη στιγμή αυτό αισθάνομαι με αυτό το τραγούδι.
Σήμερα πήγα στη γιορτή του παιδιού μου για να ακούσω αυτό το τραγούδι. Τα παιδιά απήγγειλαν τα ποιήματά τους, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Χωρίς "χρώματα" και χωρίς συναίσθημα. Σαν να διάβαζαν συνταγή για μελομακάρονα! Το άκουσα το τραγούδι αυτό από την νεοσχηματισμένη μικρή χορωδία του σχολείου. Οι φωνές τους μελωδικές κι απαλές. Δεν μπόρεσαν όμως να νιώσουν τους στίχους και την ιστορία του τραγουδιού. Όλα έμειναν στην επιφάνεια ανέπαφα. Χωρίς αίμα, χωρίς πόνο και χωρίς λύπη!
Όταν τέλειωσε η γιορτή ήρθα σπίτι κι άκουσα το τραγούδι από τη φωνή του Μάνου. Αυτή την φωνή που το είχε ερμηνεύσει νιώθοντας το νόημα των στίχων. Έχοντας ζήσει τις μετέπειτα κακές εποχές της δικτατορίας.
Αυτά που ζούσαν όλοι εκείνοι τότε, γίνονταν συναισθήματα. Και τα συναισθήματα "περνούσαν" από την καρδιά τους στα μουσικά τους όργανα και φτιάχνονταν τραγούδια. Γιατί εκείνοι ήξεραν μουσική και μπορούσαν τις εμπειρίες τους να τις μετατρέψουν σε νότες.
Τα σημερινά παιδιά είναι απαίδευτα και απροβλημάτιστα και φαίνεται να μη μπορούν να "δουν" με τα μάτια της ψυχής τους, ούτε να νιώσουν τον πόνο των άλλων. Είναι βέβαιο ότι εάν δεν έχεις ζήσει κάτι δεν μπορείς να ξέρεις τί έχει αισθανθεί κάποιος που το έχει ζήσει. Συμμερίζεσαι όμως την λύπη, τον πόνο και τη δυστυχία του συνανθρώπου σου! Έτσι θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι, περισσότερο οι νέοι μας.
Αλλά ξεχνάω ίσως το πιο βασικό. Τα σημερινά παιδιά δεν έχουν το κατάλληλο μέσο για να εκφραστούν. Μαζί με τις εποχές αλλάξανε κι οι συνήθειες. Τα παιδιά δεν καλλιεργούνται πια με τη μουσική και γενικότερα με τις τέχνες. Δεν έχουν φίλο που να ξέρει να παίζει κιθάρα, βιολί, μπουζούκι ή ακορντεόν! Δεν τους ενώνουν οι δεσμοί της φιλίας και της αγάπης. Το μόνο που τους "ενώνει" άντε να είναι μια selfie από το χθεσινό πάρτι ή ακόμα κι ένας τσαμπουκάς την ώρα που τελειώνει το διάλειμμα.
Αυτά τα παιδιά έχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που είχαμε κι εμείς και οι παλιότεροι νέοι, πριν από μας. Έχουν την ορμή των νιάτων τους. Σε όλες τις εποχές τα παιδιά είναι ίδια. Αυτό που αλλάζει με τα χρόνια είναι τα ερεθίσματα που τους προσφέρουμε εμείς οι ενήλικες. Και οι δρόμοι που τους "δείχνουμε" για να περάσουν. Κι αν οι δρόμοι αυτοί είναι γεμάτοι τεχνολογία, σπουδές και κούφιες γνώσεις, ίσως να μη μπορέσουν να ζήσουν τα πιο σημαντικά, στο σύντομο αυτό πέρασμα που κάνουμε όλοι.
Ίσως να μην τους έρχεται καμία θύμηση στο άκουσμα ενός τραγουδιού και μπορεί να μη δακρύσουν βλέποντας τη δυστυχία του κόσμου.
Ίσως να μην μπορέσουν να πουν ποτέ ότι μια εμπειρία έχει σαν στάμπα "σημαδέψει" της ζωή τους και ίσως να μη σκεφτούν να αγωνιστούν για κάποιο ιδανικό με αντάλλαγμα τη ζωή τους.
Ίσως να μην ξαναπεράσουν ποτέ από την γειτονιά τους την παλιά.
Και ίσως να μην μπορέσουν να βρουν σε ολόκληρη της ζωή τους έναν φίλο καρδιακό σαν αυτόν που έπαιζε τ' ακορντεόν!
Add comment
Comments