"Χαμηλά" Σπιτάκια

Published on 8 March 2025 at 19:13

Τα χαμηλοτάβανα, μικρά κτίσματα - όπως κάποτε εκείνα ενός χωρίου - είναι τα "χαμηλά" σπιτάκια.  Είτε στο χωριό είτε στην πόλη, η τεχνοτροπία εκείνης της εποχής πρόσταζε το χτίσιμο με λάσπη, πλιθιές και πέτρες.  Και στη στέγη κεραμίδια.  Έτσι, όπως μπορούσε ο καθένας, χωρίς σχέδια και μηχανικούς για το χτίσιμο.  Στον περίγυρο υπήρχε λαχανόκηπος, ή τενεκεδένιες γλάστρες με αρμπαρόριζα και γαρύφαλλα, λίγο βασιλικό και δυόσμο για τα γεμιστά. 

Τα σπιτάκια ήταν χαμηλοτάβανα γιατί και οι άνθρωποι ήταν πιο κοντοί από σήμερα, αλλά και ψηλοτάβανα να θέλανε να τα κάνουν τα πάντα ήταν υπολογίσιμα και τα λεφτά δεν υπήρχαν!

Η στενότητα των χώρων όμως "έφερνε" τους ανθρώπους πιο κοντά, ένωνε τις σχέσεις τους για μια ζωή και μεγάλωνε τις προσδοκίες τους! Η καρδιά τους "φούσκωνε" με την ελπίδα να φύγουν από αυτό το στενό σπιτάκι που περιόριζε τις σκέψεις και "χαμήλωνε" την υπόστασή τους.   

Τα "χαμηλά" σπιτάκια είχαν τη πρόθεση να κρύβουν στις οξείες γωνίες τους μυστικά και όνειρα.  Στα στενά τους δωματιάκια τις επιθυμίες για ένα καλύτερο μέλλον, για μια καλύτερη ζωή.  Κι αυτή η καλύτερη ζωή, ερχόταν η στιγμή που δεν χωρούσε στο μικρό εκείνο σπιτάκι.  Η ζωή "έσπαγε" τους τοίχους με μέσο της τον άνθρωπο, ο οποίος δραπέτευε μέσα από εκεί με γιγάντιες φιλοδοξίες, που μεγάλωναν γρήγορα και δε χωρούσαν σ' έναν τόσο μικρό χώρο!    


Μέσα εκεί έμεναν ολόκληρες οικογένειες, με μαμάδες, μπαμπάδες, παππούδες, γιαγιάδες, παιδιά.  Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μπορεί να ήταν και από τις δύο μεριές.  Και του μπαμπά και της μαμάς.  Ζούσαν αγαπημένοι, όλοι αυτοί οι πολλοί άνθρωποι.  Η πιο συχνή συνθήκη ήταν η φτώχεια, που τους έκανε να δέχονται ο ένας τον άλλον και να ζουν αρμονικά.  Το μοντέλο άλλωστε για εκείνα τα χρόνια ήταν αυτό.  Συγκεκριμένο και κοινό για όλους σχεδόν τους φτωχούς, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και η ζωή τους ήταν μεροδούλι-μεροφάι.  Γιατί για τους εύπορους της εποχής εκείνης τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως είναι και σήμερα.  Η κατηγορία των ευκατάστατων δεν είχε "χαμηλά" σπιτάκια, παρά ψηλοτάβανα και μεγαλειώδη κτίσματα που χωρούσαν μέσα μέχρι και ολόκληρες διμοιρίες ανθρώπων και όχι μόνο μια και δυο οικογένειες.  

Μέσα στα μικρά σπιτάκια όμως υπήρχε ένας "δεσμός" που κανένα εύπορο σπίτι δεν μπορούσε να δημιουργήσει.  Στο σπιτάκι αυτό το μικρό δεν υπήρχαν χειμωνιάτικες μέρες και το κρύο δεν διαπερνούσε τις πόρτες ούτε για αστείο.  Το φαγητό μπορεί να ήταν γιουβαρλάκια με ένα μόνο γιουβαρλάκι μέσα σε ένα πιάτο, γεμάτο από νεροζούμι.  Ή χόρτα με δύο-τρεις παστές σαρδέλες από τον Μπακάλη και ψωμί με το δελτίο (μεταπολεμικά που δεν υπήρχαν τρόφιμα, το ψωμί δινόταν με κάτι σαν σημερινό προσωπικό κουπόνι κατ' άτομο).  Κι αν πέθαινε και κανείς, δεν το δήλωναν πουθενά για να υπάρχει λίγο ψωμί παραπάνω στο τραπέζι.  Κάλτσες δεν υπήρχαν στα πόδια των παιδιών, ούτε τον χειμώνα, ούτε το καλοκαίρι.  

Αλλά υπήρχε αυτή η αγάπη.  Η άδολη αγάπη και το νοιάξιμο για όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά ακόμα και για τους γείτονες.  Υπήρχε ενδιαφέρον!  Σε ένοιαζε τί έκανε ο διπλανός σου, όχι μόνο από κουτσομπολιό αλλά κι από ανθρωπιά.  Τον συμπονούσες γιατί ήξερες την ιστορία του και η ιστορία αυτή σίγουρα ήταν λυπητερή.  Και σου θύμιζε τη δικιά σου!  Δεν υπήρχαν "ανάλαφρα" συναισθήματα τότε, παρά βαθιά και ώριμα γιατί η σκληρή ζωή που βιώνανε οι άνθρωποι παλιά δημιουργούσε μια φυσική σκέψη και λογική στον ανθρώπινο νου και μια ευαισθησία στην ψυχή σου!  Και επειδή όλοι ζούσαν με αυτή την σκληρότητα, οι περισσότεροι αντλούσαν δύναμη και κουράγιο από αυτούς που βρίσκονταν στον οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο.  Αυτούς τους ανθρώπους τους "πρόσεχαν" και τους φρόντιζαν, γιατί μονάχα εκείνους είχαν.  Μπορεί υλικά αγαθά να μην υπήρχαν πολλά, αλλά υπήρχαν ψυχικά χαρίσματα.  Τα λένε μάλλον "χαρίσματα" γιατί είναι για να τα χαρίζεις και όχι για να τα "πουλάς"! 

Όταν οι άνθρωποι φεύγανε από τα "χαμηλά" σπιτάκια που μεγάλωσαν, λίγο λίγο έχαναν την επαφή με τους δικούς τους, γιατί τα όνειρα ήταν μεγάλα και δεν τους άφηναν καθόλου χρόνο να κοιτάξουν στο παρελθόν.  Και όπως χανόταν η επαφή, έτσι χάνονταν και η ανθρωπιά.  Πριν, τα ψυχικά ήταν άπλετα ενώ τα υλικά λιγοστά.  Υπήρχε λοιπόν μια ασίγαστη λαχτάρα, μετά από τόσα χρόνια στέρησης.  Ήθελαν να "νιώσουν" το ανελέητο κυνήγι του χρήματος και της ύλης!  Να αγοράσουν αυτοκίνητο, πολλά κοσμήματα και φουστάνια, μια καινούρια γούνα και ένα ολοκαίνουριο, μεγάλο και ψηλοτάβανο σπίτι.  Που θα χωρούσε όλα τους τα αγαθά και θα τους άφηνε χώρο να ανασάνουν, μοναχοί τους! 

Όπως μπαίνανε σ' αυτό το μεγάλο, έρημο, κατάδικό τους μέγαρο, που τους παρείχε η ευκολία του χρήματος και που δεν είχε δικαίωμα κανείς άλλος να μπει, κλείνονταν όλο και περισσότερο στον εαυτό τους και μένανε για λίγο μόνοι τους μέσα στον άπλετο χώρο.  Και όσο πιο πολύ κλείνονταν σ' ένα  μεγάλο δωμάτιο του ψηλοτάβανου σπιτιού, τόσο η μοναξιά μεγάλωνε και το 'κανε να φαίνεται αχανές!  Όσο περνούσε ο καιρός και η φιλοδοξία εκπληρωνόταν, τόσο μεγάλωνε κι η ερημιά.  Και δεν είχες άνθρωπο να μιλήσεις και χέρι να πιαστείς!

Γι' αυτό λοιπόν, τα συμπαθώ αυτά τα "χαμηλά" σπιτάκια, που όλους τους καλούς χωρούν και που φαίνονται μεγάλα στα μάτια της αγάπης και της συντροφιάς.  Τα συμπαθώ γιατί κλείνουν μέσα τους ζεστασιά και πληρότητα, αλληλεγγύη και όνειρα που δεν εκπληρώνονται με λεφτά.  Άλλες φορές στέκονται στωικά απέναντι στον χρόνο, αφού η ζωή τους έχει τελειώσει και η αποστολή τους ολοκληρώθηκε.  Και άλλες φορές τα γκρεμίζει μια μπουλντόζα και στη θέση τους χτίζεται μια ακόμα πολυκατοικία, με άγνωστους κι αδιάφορους για τον διπλανό τους, ανθρώπους.

Κάθε φορά που θα περνώ μπροστά από ένα τέτοιο θα κάθομαι να το κοιτώ.  Σκέφτομαι, πόσο θα ζήσει ακόμα!  Κάθε φορά θα αναρωτιέμαι ποιοι έζησαν μέσα εκεί και πόσο αγαπήθηκαν.  Θα είμαι σίγουρη ότι βίωσαν μια "πλούσια" ζωή. 

Τα σπιτάκια αυτά δε ζήτησαν ποτέ να γίνουν μεγάλα! 

Το μόνο που ζήτησαν ήταν να τους φτιάξουν μεγάλα παραθύρια για να αγναντεύουν τη ζωή!  Είμαι σίγουρη!   


Add comment

Comments

There are no comments yet.